- ποσοποιος
- ποσοποιόςποσο-ποιός2филос. (впервые) создающий количество
(δυάς Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(δυάς Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ποσοποιός — όν, Α αυτός που δημιουργεί μια ποσότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποσόν + ποιός*] … Dictionary of Greek
ποσοποιόν — ποσοποιός making a certain quantity masc/fem acc sg ποσοποιός making a certain quantity neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek